Σε συμβάσεις δανείων οι οποίες καλύπτονται από την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία που αφορά την πίστωση που παρέχεται από πιστωτικούς φορείς σε καταναλωτές, ένας καταναλωτής έχει το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης δανείου.
Τι είναι το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης;
Το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης είναι το δικαίωμα κάποιου καταναλωτή να εξοφλήσει ένα δάνειο πριν από τη συμφωνηθείσα προθεσμία χωρίς να επιβαρυνθεί με το επιπρόσθετο ποσό το οποίο θα κατέβαλλε σε τόκους εάν αυτός το εξοφλούσε εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας.
Πότε υφίσταται αυτό το δικαίωμα;
Υπάρχουν δύο είδη συμβάσεων πίστωσης στις οποίες επιτρέπεται το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης/αποπληρωμής. Οι εν λόγω συμβάσεις πίστωσης βασίζονται σε δύο Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Η πρώτη αφορά την Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και η δεύτερη αφορά την Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία.
Συμβάσεις Καταναλωτικής Πίστης που δεν αφορούν Ακίνητα
Το πρώτο είδος σύμβασης αφορά συμβάσεις δανείου οι οποίες δεν εξασφαλίζονται με υποθήκη, δεν αφορούν απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας ή κατασκευή κτιρίου, δεν αφορούν πίστωση πέραν των €75,000 (εκτός εάν αυτές αφορούν μη εξασφαλισμένες συμβάσεις πίστωσης για ανακαίνιση ακινήτου) ή κάτω των €200. Οι πιο πάνω συμβάσεις καλύπτονται από τον περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμο του 2010 (Ν. 106(Ι)/2010).
Το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης σε σχέση με το πρώτο είδος σύμβασης προβλέπει ότι σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται σε αποζημίωση η οποία δεν υπερβαίνει το 1% του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα όπου το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας λήξης της σύμβασης υπερβαίνει το ένα έτος και 0.5% του τιμήματος της πίστωσης όπου το χρονικό διάστημα αυτό δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Κατ’ εξαίρεση, σε περιπτώσεις που η ζημιά που υπέστη από την πρόωρη εξόφληση υπερβαίνει τα πιο πάνω ποσοστά, δύναται να αξιώσει μεγαλύτερη αποζημίωση εφόσον το αποδεικνύει.
Όπου το ποσό της πρόωρης εξόφλησης είναι κάτω των €10,000 σε οποιοδήποτε διάστημα 12 μηνών τότε ο πιστωτικός Φορέας δεν δύναται να αξιώσει αποζημίωση πρόωρης εξόφλησης.
Συμβάσεις Καταναλωτικής Πίστης σε σχέση με Ακίνητα
Το δεύτερο είδος σύμβασης στο οποίο παρέχεται δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης στον καταναλωτή είναι στις περιπτώσεις όπου η σύμβαση πίστωσης εξασφαλίζεται με υποθήκη ή άλλη παρόμοια εξασφάλιση και αφορά ακίνητο που προορίζεται για κατοικία ή σε συμβάσεις πίστωσης σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση δικαιωμάτων σε γη ή κτίρια. Αυτές οι συμβάσεις καλύπτονται από τον περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε σχέση με Ακίνητα που προορίζονται για Κατοικία Νόμος του 2017 (Ν. 41(Ι)/2017).
Σε αυτό το είδος συμβάσεων, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται σε αποζημίωση πρόωρης εξόφλησης η οποία υπολογίζεται με βάση συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο χωρίς ο πιστωτικός φορέας να υποβάλλει κυρώσεις στον καταναλωτή. Επίσης ο πιστωτικός φορέας δύναται να απαιτήσει οποιαδήποτε διοικητικά έξοδα που αφορούν την πρόωρη εξόφληση τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν δύνανται να υπερβαίνουν τα €100.
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι και στα δύο είδη συμβάσεων, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που αποτελείται από τους τόκους και τις χρεώσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης. Σύμφωνα με την υπόθεση C-383/18 Lexitor του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η μείωση αφορά όλα τα έξοδα της πίστωσης και όχι αυτά που επιλέγει ο πιστωτικός φορέας να μειώσει ένεκα της πρόωρης εξόφλησης.
Το παρόν άρθρο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια του Consumer Programme (2014-2020).